- Οὐλύμποιο
- Ὄλυμποςskymasc gen sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Iliade — Titelblatt der Iliasausgabe von Theodose Thiel, die in Straßburg am Ende des 16. Jahrhunderts veröffentlicht wurde … Deutsch Wikipedia
Ilias — Manuskript F205 der Biblioteca Ambrosiana in Mailand mit Text und Illustration der Verse 245–253 des achten Buches der Ilias aus dem späten 5. oder frühen 6. Jahrhundert n. Chr … Deutsch Wikipedia
NEREUS — Ponti, sive Oceani et Tethyos fil. Hesiod. in Theog. v. 233. Νηρέα τ᾿ ἀψευδέα καὶ ἀληςθέα γέινατο Πόντος, Πρεσβύτατον παίδων, αὐτὰρ καλέουσι Γέροντα, Οὕνεκα νημερτής τε καὶ ἤπιος, οὐδὲ ςθεμιςέων Λήςθεται, ἀλλὰ δίκαια, καὶ ἤπεα δήνεα οἶδεν. Illum… … Hofmann J. Lexicon universale
OPHION — I. OPHION antiquissimus Vatum, apud Apollonium Argonaut. l. 1. v. 303. cuius septem tabularum, septem planetis cognominum, meminit Poeta Nonnus Dionysiac. l. 4. Τοῖς ἔπι ποκίλα πάντα μεμορμένα θέσφατα κόσμου Γράμματι φοινικόεντι γέρων ἐχάραξεν… … Hofmann J. Lexicon universale
κάρηνον — και δωρ. τ. κάρανον, τὸ (Α) 1. το κεφάλι («ἀνδρῶν κάρηνα» κεφάλια ανδρών, άνδρες, Ομ. Ιλ.) 2. μτφ., (για βουνά) η κορυφή («κατ Ὀυλύμποιο καρήνων», Ομ. Ιλ.) 3. (για πόλεις) η ακρόπολη, το κάστρο («πολλάων πολίων κατέλυσε κάρηνα», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
κατέρχομαι — (AM κατέρχομαι) 1. πορεύομαι προς τα κάτω, έρχομαι κάτω, κατεβαίνω, κατευθύνομαι από ψηλότερη θέση σε χαμηλότερη (α. «ο παγετώνας κατέρχεται αργά» β. «πάντες δ Ούλύμποιο κατήλθομεν», Ομ. Ιλ. γ. «οὔπω κατῆλθον αὖθις... εἰς Ἅιδου», Ευρ.) 2.… … Dictionary of Greek
κρας — (I) κράς, ὁ και ἡ, γεν. κρατός και κράατος (Α) (ποιητ. τ. τού κάρα) 1. κεφαλή («ἔπαιρε λευκὸν κρᾱτα», Ευρ.) 2. μτφ. κορυφή («κρατὸς ἀπ Οὐλύμποιο» από την κορυφή τού Ολύμπου, Ομ. Ιλ.) 3. το εσώτερο σημείο, ο μυχός («ἐπὶ κρατὸς λιμένος», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek
πολυδειράς — (I) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλές προεξοχές, πολλές κορυφές («ἀκροτάτη κορυφῇ πολυδειράδος Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + δειράς, άδος «κορυφή»]. (II) ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πολλούς τραχήλους, πολλούς λαιμούς, πολυκέφαλος… … Dictionary of Greek
πτυχή — η, ΝΜΑ, και ποιητ. τ. πτύξ, πτυχός, Α 1. καθεμιά από τις αναδιπλώσεις επιφάνειας που έχει διπλωθεί ή ζαρώσει, και ιδίως υφάσματος, δίπλα, πτύχωση (α. «οι πτυχές τής κουρτίνας» β. «ῥαγέντων χλανιδίων ὑπὸ πτυχὰς ἔφαινε μηρόν», Χαιρήμ. γ. «δάκρυσι… … Dictionary of Greek
ρίον — τὸ, Α 1. κορυφή όρους (α. «περὶ ῥίον Οὐλύμποιο», Ομ. Ιλ. β. «ῥίῳ ὑλήεντι ὑψηλῶν ὀρέων», Ομ. Οδ.) 2. ακρωτήριο (α. «Ῥίον Ἀχαϊκόν», Θουκ. β. «Νότος μέγα κῡμα ποτὶ σκαιὸν ῥίον ὠθεῑ», Ομ. Οδ.) 3. όρμος, κόλπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Γεωγραφικός όρος αβέβαιης… … Dictionary of Greek